- ἀναγεννώμενος
- ἀναγεννάωbeget anewpres part mp masc nom sgἀναγεννάωbeget anewpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αειγενής — ἀειγενής, ές (Α) 1. αιώνιος, αθάνατος 2. ο διαρκώς γεννώμενος ή αναγεννώμενος, που γεννιέται ξανά και ξανά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + γενής < γένος] … Dictionary of Greek
παλιμφυής — παλιμφυής, ές (Α) (για το κεφάλι τής Λερναίας Ύδρας) αυτός που γεννιέται εκ νέου, αναγεννώμενος, αναφυόμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ευ φυής] … Dictionary of Greek
Αγγελομμάτης, Χρήστος — (1903 – 1979).Δημοσιογράφος και συγγραφέας, από τη Σμύρνη. Ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Υπήρξε αρχισυντάκτης των εφημερίδων Σκριπ, Ακρόπολις, Νέα Ημέρα, Νέα Ελλάς, Εστία,συνεργάτης της εφημερίδας Μακεδονία.Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο… … Dictionary of Greek